-
1 ἐπιόσσομαι
A have before one's eyes, ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζανἐταίρων Il.17.381
; gaze on, A.R.2.28(tm.); ἐ. αὐγὰς ἠελίοιο, i.e.live, Nic.Th. 276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιόσσομαι
См. также в других словарях:
επιόσσομαι — ἐπιόσσομαι (Α) [όσσομαι] 1. έχω κάτι μπρος στα μάτια μου, βλέπω, παρατηρώ («τὼ δ’ ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζαν ἑτάρων», Ομ. Ιλ.) 2. βλέπω κάποιον με σταθερό βλέμμα 3. μτφ. επιζώ, ζω, βλέπω το φως τού ήλιου … Dictionary of Greek